νεκροσκοπικός

νεκροσκοπικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία: Νεκροσκοπική εξέταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεκροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία ή στον νεκροσκόπο. επίρρ... νεκροσκοπικώς και ά από νεκροσκοπική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”